- νικέλωμα
- το, -ατοςβλ. νικέλωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νικέλωμα — το επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, επινικέλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικελώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νικέλωση — η [νικελώνω] νικέλωμα … Dictionary of Greek
επινικέλωση — η η εργασία της επικάλυψης μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα από νικέλιο που πραγματοποιείται σε ηλεκτρολυτικό λουτρό, το νικέλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)